- στραπόρτο
- το транспортное судно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στραπόρτο — το, Ν άκλ. ναυτ. α) μεταγωγικό πλοίο β) πλοίο μεταφοράς εμπορευμάτων, φορτηγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trasporto] … Dictionary of Greek